- Τριτοπάτωρ
- Τριτοπάτωρgreat-grandfathermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριτοπάτωρ — ορος, ο, ΝΑ στον πληθ. οι τριτοπάτορες μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό αρχ. ο προπάππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. μονο πάτωρ] … Dictionary of Greek
Τριτοπάτορα — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορας — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τριτοπάτορες — Τριτοπάτωρ great grandfather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek